μωλώ

μωλώ
μωλῶ, -έω και κρητ. τ. μωλίω (Α) [μώλος]
1. διεκδικώ
2. (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ μωλιόμενα
αυτά που κάποιος διεκδικεί, οι αξιώσεις
3. φρ. «μωλιομένας τᾱδ δίκας» — κατά τη διάρκεια τής εκδίκασης τής υπόθεσης (Νόμ. Γόρτ.)
4. (κατά τον Ησύχ.) «μωλεῑ
μάχεται, πικρανθήσεται, καὶ μωλήσεται
μαχήσεται».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μώλῳ — Μῶλος toil and moil masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μώλῳ — μώ̱λῳ , μῶλος toil and moil masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωλίω — (Α) (κρητ. τ.) βλ. μωλώ …   Dictionary of Greek

  • μώλος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 45 μ., 3.203 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λοκρίδας του νομού Φθιώτιδας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 139 κάτ.) της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”