- μωλώ
- μωλῶ, -έω και κρητ. τ. μωλίω (Α) [μώλος]1. διεκδικώ2. (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ μωλιόμενααυτά που κάποιος διεκδικεί, οι αξιώσεις3. φρ. «μωλιομένας τᾱδ δίκας» — κατά τη διάρκεια τής εκδίκασης τής υπόθεσης (Νόμ. Γόρτ.)4. (κατά τον Ησύχ.) «μωλεῑμάχεται, πικρανθήσεται, καὶ μωλήσεταιμαχήσεται».
Dictionary of Greek. 2013.